βελτιωτικός

βελτιωτικός
-ή, -ό
αυτός που συντελεί στην καλυτέρευση, στη βελτίωση: Σήμερα χρησιμοποιούνται πολλά βελτιωτικά τροφίμων, που στην πραγματικότητα είναι βλαβερά για την υγεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βελτιωτικός — ή, ό (AM βελτιωτικός, ή, όν) [βελτιώ] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι καλύτερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”